Μενού

30.3.19

Συζήτηση Δεύτερη: Πεποιθήσεις τα πρότυπα συμπεριφοράς




Για να γνωρίσει ο άνθρωπος τη προσωπικότητα του πρέπει να κοιτάξει μέσα του, να ενδοσκοπήσει βαθιά κι αναλυτικά. Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια και να μην καταφέρει να αποκαλύψει κάθε πτυχή του ανθρώπινου οικοδομήματος. Αυτό δε πρέπει να απογοητεύει το άτομο γιατί είναι απολύτως φυσιολογικό. Η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι δομημένη από ένα τεράστιο αριθμό στοιχείων τα περισσότερα από τα οποία δε γίνονται εύκολα αντιληπτά. Ο άνθρωπος θεωρεί ότι είναι ένα συμπαγές αυτόνομο σύστημα που συμπεριφέρεται με βούληση και συνείδηση αφ’ εαυτού. 
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική:
η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι αποτέλεσμα σύνθεσης: πεποιθήσεων, αξιών, επιθυμιών, ενστίκτων, εμπειριών, συνηθειών, για να αναφέρω όσα θεωρώ σημαντικά, που ορίζουν τη συμπεριφορά της μέσα στη καθημερινότητα. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαφοροποιούν τα άτομα μεταξύ τους αλλά επίσης διαμορφώνουν και κοινούς τόπους μέσα στους οποίους συναντώνται και σχηματίζουν οικογένειες, ομάδες, κοινωνίες, έθνη και κράτη.
Οι άνθρωποι μοιάζουν αλλά και διαφέρουν ταυτόχρονα έτσι ώστε να υπάρχουν-στατιστικά-προβλέψεις για τη συμπεριφορά τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθούν, τις συνθήκες που θα αντιμετωπίσουν, που οδηγούν τους ερευνητές στην διαμόρφωση ‘’νόμων’’ ή καλύτερα θεωριών προσωπικότητας ενώ την ίδια στιγμή είναι μαθηματικά βέβαιο ότι οι προβλέψεις θα διαψευστούν από ένα σημαντικό αριθμό προσωπικοτήτων που δε θα συμπεριφερθούν σύμφωνα με τα αναμενόμενα γεγονός που μας οδηγεί επίσης στη σκέψη ότι κάθε προσωπικότητα είναι μοναδική, αν και πολλές φορές αυτή η μοναδικότητα δεν εκφράζεται εύκολα παρατηρείται όμως σε μικρές λεπτομέρειες.
Έχει βρεθεί επίσης ότι οι άνθρωποι είναι πιθανό να συμπεριφερθούν διαφορετικά όταν βρεθούν μέσα σε ένα πλήθος, μια μεγάλη μάζα ατόμων για παράδειγμα σε μια συναυλία, μια πολιτική συγκέντρωση ή ένα γήπεδο και διαφορετικά όταν βρεθούν μόνοι τους ή με μια ολιγομελή παρέα. Η κοινωνική ψυχολογία έχει μελετήσει αρκετά σχολαστικά αυτού του είδους τις συμπεριφορές δίνοντας έτσι, ακόμη κι άθελα της, μεγάλη βαρύτητα στην επιρροή του περιβάλλοντος πάνω στην ανθρώπινη προσωπικότητα και συμπεριφορά. Μέσα από αυτή την οπτική παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος ‘’χάνει’’ τον έλεγχο της προσωπικότητας του κι η συμπεριφορά του καθοδηγείται από τις συνθήκες που επικρατούν ανά πάσα στιγμή στο άμεσο περιβάλλον του. Ωστόσο πρέπει να παραδεχθούμε ότι κανένας άνθρωπος δε βρίσκεται τυχαία σε ένα σημείο ούτε εκφράζεται με τυχαίο τρόπο. Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες επί παραδείγματι αναζητούν πάντα μια αιτία για ένα αποτέλεσμα-σύμπτωμα, γι αυτές τίποτε δεν εκδηλώνεται τυχαία. Ένας άνθρωπος θα επηρεαστεί από το περιβάλλον του στο βαθμό που το επιτρέπει, στο σημείο που συντονίζεται με τα φαινόμενα.
Οι πεποιθήσεις για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, φέρουν ένα μεγάλο μερίδιο ‘’ευθύνης’’ στο τρόπο που συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Επιστημονικά είναι αποδεκτό ότι μπορούν να οδηγήσουν στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Μπορεί για παράδειγμα να πιστεύετε ότι κάποιο άτομο δε σας συμπαθεί,  συνήθως σε μια τέτοια περίπτωση εσείς διαμορφώνετε τη συμπεριφορά σας ανάλογα μ αυτό το πιστεύω κάτι που ωθεί το άλλο άτομο να αντιδράσει έτσι ώστε να φερθεί κι αυτό ανάλογα με τη δική σας συμπεριφορά, εσείς τότε παρατηρείτε αυτή τη συμπεριφορά και θεωρείτε ότι το άτομο αυτό επιβεβαιώνει τις αρχικές σας πεποιθήσεις.
Η διαδικασία αυτή όμως εμπεριέχει ένα κρίσιμο σημείο η οποία διέλαθε της προσοχής μας. Το άλλο άτομο συμπεριφέρθηκε έτσι επειδή εμείς του συμπεριφερθήκαμε έτσι κι όχι επειδή απαραίτητα θα εκδήλωνε μια τέτοια συμπεριφορά.. Η δική μας συμπεριφορά δε γίνεται αντιληπτή από εμάς ως αίτιο της συμπεριφοράς του άλλου. Η πεποίθηση που είχαμε για το συγκεκριμένο άτομο διαμόρφωσε τη στάση μας απέναντι του κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εκπληρωθεί η προφητεία μας. Με απλά λόγια κατασκευάσαμε τελικά τη πραγματικότητα που πιστεύαμε ότι υπάρχει. Υπήρχε όμως πριν; Ή μήπως η πεποίθηση μας ήταν λανθασμένη; Ανεξάρτητα όμως από την απάντηση το βέβαιο είναι ότι η στάση μας επηρεάστηκε από την πεποίθηση μας ενώ αν διατηρούσαμε μια στάση ανεξάρτητη από την άποψη μας για το άλλο άτομο τότε η πεποίθηση μας δε θα είχε σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά μας, θα ήταν απλά μια οπτική ενός στωικού παρατηρητή.
Το πρόβλημα είναι όμως ότι στη καθημερινότητα μας οι πεποιθήσεις μας παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις συνθήκες, τους ανθρώπους και τα φαινόμενα εν γένει αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Υπό αυτή την έννοια αποτελούν δομικά στοιχεία της προσωπικότητας μας κι ευθύνονται για τη κατεύθυνση που θα πάρει η πορεία μας στη ζωή.
Ένας επιστήμονας-ερευνητής για παράδειγμα είναι δύσκολο να ερευνήσει για πράγματα που θεωρεί ότι είναι αδύνατο να υπάρχουν. Υπό αυτό το πρίσμα όμως ουδέποτε θα ανακαλύπταμε τα εργαλεία με τα οποία μπορούμε και παρατηρούμε πράγματα που ως τότε ‘’δεν υπήρχαν’’ όπως τα μικρόβια για παράδειγμα. Για να ανακαλύψουμε το όργανο που θα μας φανερώσει το αόρατο πρωτίστως θα πρέπει να πιστέψουμε ότι κάτι υπάρχει κι ας είναι εν αρχή αόρατο.
Οι πεποιθήσεις όπως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν αφορούν μόνο στο τρόπο που βλέπουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και τους άλλους ανθρώπους αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό κι αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο. Η θεωρία της μάθησης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος υιοθετεί συμπεριφορές προτύπων μέσω της μίμησης και τις εντάσσει στα σχήματα της δικής του συμπεριφοράς ενώ είναι επίσης αποδεδειγμένο ότι οι άνθρωποι που έχουμε περιβάλει με κύρος μπορούν εύκολα να μεταβιβάσουν σε μας δικές τους οπτικές, γνώσεις και βιώματα τα οποία εμείς ειδικά στη παιδική ηλικία τα αποδεχόμαστε δίχως έρευνα και δίχως κριτική άποψη. Πιο απλά θα αποκαλούσαμε το φαινόμενο: κατάποση αμάσητης τροφής αγνώστου περιεχομένου.
Αν και μ αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε διεξοδικά στην επόμενη συνάντηση, μπορούμε να αναφέρουμε εν τάχει ότι οι περισσότερες διαταραχές διάθεσης ή προσωπικότητας έχουν την αιτία τους σ’ αυτή τη πρώιμη ηλικία και την αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους πεποιθήσεων που αρχικά ήταν ξένες για μας, αλλά εφόσον τις ενσωματώσαμε στη προσωπικότητα μας, με το πέρασμα των χρόνων η λήθη της θεμελίωσης των χάθηκε κι έκτοτε λειτουργούν υποσυνείδητα κι αυτόματα. 
Κινούμαστε με γνώμονα έναν αυτόματο πιλότο που έχει αποθηκευμένο ένα ‘’πρόγραμμα’’ στο λογισμικό του οχήματος-προσωπικότητας κι αδυνατούμε να παρέμβουμε αν πρώτα δεν αναγνωρίσουμε αυτό το πρόγραμμα δεν διακρίνουμε τα ''παθολογικά χαρακτηριστικά '' του και δεν προβούμε στον επαναπροσδιορισμό κάποιων θεμελιωδών συστατικών του που δημιουργούν δυσλειτουργίες. 
Ως ενήλικες πλέον έχουμε αυτή τη δυνατότητα: να αυτοπαρατηρηθούμε, να ενδοσκοπήσουμε, να αναλύσουμε κάθε μοτίβο συμπεριφοράς που η επανάληψη αποκρυστάλλωσε μέσα μας και να αναδομήσουμε τη προσωπικότητα μας οικοδομώντας ένα πιο λειτουργικό μοντέλο. Αν δε το πράξουμε κι αν η ‘’παρέκκλιση’’ της συμπεριφοράς μας εκληφθεί συντονικά με τη προσωπικότητα μας, θεωρηθεί δηλαδή φυσιολογική προέκταση της ή κληρονομική κατάσταση, αυτό που λέμε: ‘’έτσι είμαι εγώ, τι να κάνω’’ τότε τα πράγματα θα αποβούν μοιραία γιατί θα υποφέρουμε θεωρώντας ότι η κατάσταση δε μπορεί να αλλάξει αλλά και το πιο επικίνδυνο γεγονός είναι ότι τα συντονικά συμπτώματα δεν είναι εύκολο να παρατηρηθούν απ' το άτομο που τα διαθέτει. Συνήθως αυτό γίνεται διακριτό απ' τα άτομα του περιβάλλοντος με τα οποία συναλλάσσεται. 
Κάθε αλλαγή προϋποθέτει μια δύσκολη προσπάθεια που εμπεριέχει πολύ συχνά αβάσταχτο πόνο, αλλά τι είναι αυτό που πονά; Θα απαντήσουμε σ αυτό το ερώτημα σε μελλοντική συνάντηση μας.
Το κεφάλαιο ‘’πεποιθήσεις’’ θα μας απασχολήσει και την επόμενη φορά όχι μόνο επειδή είναι καίριο αλλά επειδή εκεί μπορούμε να ανακαλύψουμε εργαλεία αυτοβελτίωσης που θα μας δώσουν τη δυνατότητα αναδόμησης της προσωπικότητας και κατ’ επέκταση ψυχική υγεία κι ευεξία.
Είναι φανερό λοιπόν ότι σύμφωνα με το είδος των πεποιθήσεων μας διαμορφώνονται και τα όρια της δράσης μας και δεν είναι λίγες οι φορές που οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις έγιναν από ανθρώπους που ανατρέψανε το κατεστημένο της εποχής τους πολλές φορές βάζοντας σε κίνδυνο και την ίδια τη ζωή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κοπέρνικος που μας έμαθε ότι η γη γυρίζει, κάτι που σήμερα είναι δεδομένο αλλά στην εποχή του αναγκάστηκε να το αρνηθεί για να μη καεί στη πυρά. ‘’Κι όμως γυρίζει’’ ψέλλισε στον ιεροδικαστή παρά τον εκβιασμό να ομολογήσει ότι είχε κάνει λάθος. Μπορεί αν δεν ήταν ο Κοπέρνικος να ήταν κάποιος άλλος που θα ανακάλυπτε αυτή τη γνώση αλλά θα ήταν κάποιος σαν κι αυτόν: ένας επαναστάτης της εποχής του, που οι πεποιθήσεις του ήταν ενάντιες στη κοινή αλλά κι ακαδημαϊκή γνώμη.